- σφραγιδοφύλακας
- οφύλακας της μεγάλης σφραγίδας του κράτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφραγιδοφύλακας — Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία… … Dictionary of Greek
βουλλάριος — βουλλάριος, ο (Μ) γραμματέας σφραγιδοφύλακας Μητροπόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βούλλα βλ. λ.] … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
μουχουρντάρης — ο (επί τουρκοκρατίας) σφραγιδοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muhurdar < muhur «σφραγίδα»] … Dictionary of Greek
παρακοιμώμαι — άομαι, ΝΜΑ, παρακοιμούμαι και παρακοιμάμαι Ν κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τόν φυλάω από τυχόν κινδύνους νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ο παρακοιμώμενος (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, επικεφαλής όλων τών κοιτωναρίων, δηλαδή… … Dictionary of Greek
σφραγιδοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. σφραγιδοφύλακας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… … Dictionary of Greek
Κάσλρι, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης του- — (Robert Stewart, viscount of Castlereagh, Μάουντ Στιούαρτ, Ιρλανδία 1769 – Νορθ Κρέιζ, Κεντ 1822). Ιρλανδός πολιτικός. Ήταν μαρκήσιος του Λοντοντέρι, βουλευτής στο ιρλανδικό κοινοβούλιο (1790) και σφραγιδοφύλακας της κυβέρνησης (1796). Μετά την… … Dictionary of Greek
Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… … Dictionary of Greek